- κοσμαγάπητος
- -η, -οαυτός που τόν αγαπά ο κόσμος, δημοφιλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + αγαπητός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμαγάπητος — η, ο αυτός που αγαπιέται από τον κόσμο, λαοφιλής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κοσμοπόθητος — η, ο (ΑM κοσμοπόθητος, ον) αυτός που ποθείται από τον κόσμο, πολύ αγαπητός, κοσμαγάπητος … Dictionary of Greek
κοσμοφιλής — κοσμοφιλής, ές (Μ) κοσμαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φιλής (< φιλώ, κατά το σχήμα αλγείν: αλγής (< άλγος, το) και φιλέιν: φιλής (χωρίς να υπάρχει φίλος, το), πρβλ. δημο φιλής, θεο φιλής] … Dictionary of Greek